Abstract
Cytomegalovirus (CMV) infection is a common, potentially life-threatening complication following allogeneic hematopoietic stem cell transplantation (allo-HSCT). We assessed prospectively the safety and efficacy of stem cell-donor- or third-party-donor-derived CMV-specific T cells for the treatment of persistent CMV infections after allo-HSCT in a phase I/IIa trial. Allo-HSCT patients with drug-refractory CMV infection and lacking virus-specific T cells were treated with a single dose of ex vivo major histocompatibility complex-Streptamer-isolated CMV epitope-specific donor T cells. Forty-four allo-HSCT patients receiving a T-cell-replete (D+repl; n=28) or T-cell-depleted (D+depl; n=16) graft from a CMV-seropositive donor were screened for CMV-specific T-cell immunity. Eight D+depl recipients received adoptive T-cell therapy from their stem cell donor. CMV epitope-specific T cells were well supported and became detectable in all treated patients. Complete and partial virological response rates were 62.5% and 25%, respectively. Owing to longsome third-party donor (TPD) identification, only 8 of the 57 CMV patients transplanted from CMV-seronegative donors (D-) received antigen-specific T cells from partially human leukocyte antigen (HLA)-matched TPDs. In all but one, TPD-derived CMV-specific T cells remained undetectable. In summary, adoptive transfer correlated with functional virus-specific T-cell reconstitution in D+depl patients. Suboptimal HLA match may counteract expansion of TPD-derived virus-specific T cells in D- patients.
Σχολιασμός
Αυτή η κλινική πολυκεντρική μελέτη παρουσιάζει μια σύγκριση μεταξύ ασθενών με αιματολογικές κακοήθειες που έλαβαν μόσχευμα από CMV οροθετικό ή οροαρνητικό δότη, εμφάνισαν CMV αναζωπύρωση μετά από αλλογενή μεταμόσχευση και τους χορηγήθηκαν CMV-ειδικά CD8+ Τ-λεμφοκύτταρα μετά επιλογή με στρεπταμερή από τον οροθετικό δότη του μοσχεύματος ή από δότη «τρίτου χώρου», αντίστοιχα. Επιλέξιμοι ήταν μόνο οι ασθενείς στους οποίους δεν ανιχνεύονταν ενδογενή CMV–ειδικά Τ-κύτταρα κατά τη φάση της αναζωπύρωσης. Η μελέτη έδειξε ότι σε ασθενείς που λαμβάνουν αιμοποιητικό μόσχευμα από CMV οροθετικό δότη, τα χορηγούμενα CMV–ειδικά Τ-κύτταρα μπορούν να εκπτυχθούν in vivo και να ελέγξουν, με υψηλή ασφάλεια, την αναζωπύρωση/λοίμωξη στην πλειονότητα των ασθενών (7/8). Από την άλλη πλευρά, οι λήπτες αιμοποιητικού μοσχεύματος από CMV οροαρνητικό δότη που έλαβαν ειδικά CMV Τ-κύτταρα από δότη τρίτου χώρου με υποβέλτιστη συμβατότητα (<8/8), δεν εκπτύχθηκαν επαρκώς και δεν ανιχνεύθηκαν in vivo. Υποχώρηση της λοίμωξης παρατηρήθηκε σε 3/8 ασθενείς, εκ των οποίων ο ένας έλαβε CMV κύτταρα τρίτου χώρου από δότη με βέλτιστη συμβατότητα (8/8), ενώ στους άλλους δύο, ο έλεγχος της CMV αναζωπύρωσης προήλθε από την ανάπτυξη ενδογενών (προερχόμενων από τον δότη του αιμοποιητικού μοσχεύματος) CMV-ειδικών κυττάρων. Συνολικά, στη μελέτη καταδεικνύεται η αποτελεσματικότητα των αντι-ιικών Τ-λεμφοκυττάρων που προέρχονται από τον οροθετικό δότη του αιμοποιητικού μοσχεύματος ενώ αναδεικνύεται η ανάγκη για βέλτιστη συμβατότητα με τον δότη τρίτου-χώρου.